- προπολεμικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που υπήρξε ή έγινε πριν από τον τελευταίο πόλεμο2. συνεκδ. ο πολύ παλιός.επίρρ...προπολεμικώς και προπολεμικά Νπριν από τον τελευταίο πόλεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πόλεμος + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.